- -νόμος
- και -νομος (ΑΜ -νόμος και -νομος)β' συνθετικό πολλών ουσιαστικών και επιθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουσιαστικό νόμος. Τα σύνθετα αυτά εμφανίζονται τόσο ως προπαροξύτονα όσο και ως παροξύτονα. Τα προπαροξύτονα σε -νομος είναι εκείνα τών οποίων το α' συνθετικό είναι συνήθως επίθετο (πρβλ. φιλό-νομος, ισό-νομος) ή πρόθεση (πρβλ. έκ-νομος υπό-νομος, παρά-νομος) και έχουν τη γενική σημασία τού νέμω «εξουσιάζω, ορίζω» τη σχετική με τον νόμο, καθώς και τη σημασία «ποιμαίνω, βόσκω». Τα παροξύτονα σε -νόμος εμφανίζουν ως α' συνθετικό συνήθως ουσιαστικό και εκφράζουν τη σημασία τής εξουσίας, τής διοίκησης και γενικότερα τής νομικής σχέσης τών εννοιών που δηλώνουν (πρβλ. αστρο-νόμος, οικο-νόμος, δασο-νόμος, κληρο-νόμος, στρατο-νόμος). Λόγω τής σημασίας τους αυτής, τα περισσότερα σύνθετα σε -νόμος χρησιμοποιήθηκαν για να δηλώσουν αντίστοιχα επαγγέλματα (πρβλ. αστυ-νόμος, υγειο-νόμος, τροχο-νόμος). Ελάχιστα, τέλος, σύνθετα σε -νομος σημαίνουν τη «βοσκή», με ενεργητική ή παθητική σημασία, ανάλογα με τη θέση τού τόνου (πρβλ. βούνομος - βουνόμος, χρυσόνομος - χρυσονόμος, ποιόνομος ποιονόμος και αγρονόμος - αγρονόμος).Σύνθ. σε -νόμος: αγρονόμος, αγορανόμος, αστρονόμος, αστυνόμος, γεωνόμος, κληρονόμος, μετρονόμος, οικονόμος, παιδονόμος, συγκληρονόμος, χειρονόμοςαρχ.αθυρονόμος, αιγινόμος, αιγονόμος, αιθερονόμος, ακρινόμος, ανθονόμος, αντιπαιδονόμος, βοηνόμος, βοονόμος, βουνόμος, γεονόμος, γυναικονόμος, δικαιονόμος, ελειονόμος, ελονόμος, ερημονόμος, θαλασσονόμος, θερεινονόμος, θηρονόμος, ιερονόμος, ισοκληρονόμος, ισόνομος, ιχθυνόμος, κακοικονόμος, κρεανόμος, ληϊνονόμος, λογιστονόμος, μαζονόμος, μαστιγονόμος, μελισσονόμος, μηλονόμος, μιξονόμος, μνωονόμος, μοιρονόμος, μονοκληρονόμος, νυκτινόμος, οιακονόμος, οιονόμος, οπισθονόμος, ορεινόμος, ορειονόμος, ορεσσινόμος, ορθονόμος, οψονόμος, παιδιονόμος, πατρονόμος, πεδιανόμος, πεζονόμος, ποιονόμος, πολιανόμος, πολισσονόμος, πτερονόμος, ραβδονόμος, σιδηρονόμος, σιτονόμος, σπερμονόμος, στεγανόμος, συγγυναικονόμος, συμπατρονόμος, τριηρονόμος, τυμβονόμος, υγρονόμος, υληνόμος, υλονόμος, χρεονόμος, χρυσονόμος, χωριονόμος, ωρονόμοςνεοελλ.αερονόμος, ακτονόμος, ανθυπαστυνόμος, ατμονόμος, γαστρονόμος, δασονόμος, δημοσιονόμος, ζωονόμος, ηλεκτρονόμος, οπλονόμος, ραδιοαστρονόμος, στρατονόμος, ταξινόμος, τροχονόμος, υγειονόμος, υπαστυνόμος.Σύνθ. σε -νομος: άνομος, αυτόνομος, έκνομος, έννομος, εύνομος, κακόνομος, παράνομος, σύννομος, υπόνομος, φιλόνομοςαρχ.αγρονόμος, αιγιόνομος, ακληρόνομος, αποκληρόνομος, αρχαιόνομος, βούνομος, διάνομος, δύσνομος, επίνομος, ευθύνομος, ιππόνομος, μισγόνομος, ομοιόνομος, ομόνομος, ποιόνομος, πολυνόμος, πρόνομος, ταυτόνομος, υψίνομος, χρυσόνομοςνεοελλ.αντίνομος, ετερόνομος, ημιαυτόνομος, ισόνομος].
Dictionary of Greek. 2013.